μακεσίκρανος

μακεσίκρανος
μακεσίκρανος
tall-crested
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακεσίκρανος — μακεσίκρανος, ον (Α) (για τον τσαλαπετεινό) αυτός που έχει μακρύ λοφίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶκεσι μέσω αμάρτυρου *μάκεσις + κράνος, κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. και λυσι )] …   Dictionary of Greek

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”